παστή — case fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστήν — παστή case fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστά — παστάς porch in front of the house fem voc sg παστά̱ , παστή case fem nom/voc/acc dual παστά̱ , παστή case fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Паста — В Викисловаре есть статья «паста» Паста: Паста (поздн. лат. pasta «пирожок, тесто»; возмо … Википедия
πάστα — η 1. οποιουδήποτε είδους ζυμαρικό 2. είδος γλυκίσματος το οποίο περιέχει κυρίως ζύμη, ζάχαρη, βούτυρο και αβγά 3. κάθε πολτός που προέρχεται από ανάμιξη διαφόρων υλικών 4. μτφ. η φύση, ο χαρακτήρας, το ποιόν ενός ατόμου («είναι φτειαγμένοι από… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
κλιπεΐδες — (clupeidae). Οικογένεια ψαριών της τάξης των κλιπεοειδών. Έχουν ατρακτοειδές στρογγυλό έως έντονα πιεσμένο πλευρικά σώμα, μήκους μέχρι 75 εκ., καλυμμένο με μεγάλα ασημένια, λεία και λεπτά λέπια, εκτός από την περιοχή του κεφαλιού. Το στόμα τους… … Dictionary of Greek
πασταί — fem nom/voc pl παστή case fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστάς — porch in front of the house fem nom sg παστά̱ς , πασταί fem acc pl παστά̱ς , παστή case fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παστῶν — πασταί fem gen pl παστή case fem gen pl παστός sprinkled with salt masc gen pl παστόω build a bridal chamber pres part act masc voc sg (doric aeolic) παστόω build a bridal chamber pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) παστόω build a… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)